- προδιεορτάζω
- Αγιορτάζω κάποιον, κάνω γιορτή για κάποιον εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διεορτάζω «γιορτάζω μέχρι τέλους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδιεορτασθῆναι — προδιεορτάζω celebrate a festival beforehand aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)